- προὐπάρχων
- προεπάρχων , πρό-ἐπάρχωrule overpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προυπάρχων — προυπάρχω take the initiative in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϋπαρχόντως — Α επίρρ. κατά προΰπαρξη, αναλόγως τής προϋπαρξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προϋπάρχων, οντος, μτχ. τού προϋπάρχω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱԳՈՅ — (ի.) NBH 2 0386 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. προϋπάρχων, προών, προϋφεστώς կամ στικώς prius existens, qui est, ens primus. Անդստին ʼի բնէ գոյաւոր. ինքնագոյ. որ էն. առաջին էն՝ աստուած. *Ինքն բարեգործօղն՝ ʼի բարւոջն ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)